- ἐγκηδεύω
- ἐγκηδεύω,A bury in a place, LXX 4 Ma.17.9 ([voice] Pass.), J.AJ9.5.3, JHS 6.359.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκηδεύω — ἐγκηδεύω (Α) κηδεύω, θάβω σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
προεγκηδεύω — Α κηδεύω, θάβω νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek
συνεγκηδεύω — Α κηδεύω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek